Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ζήτω



ζήτω
το κλαδί βασιλικού το στις παλάμες μου καρφιτσωμένο …
το φύλλο που ξαφνικά έπεσε πάνω στα μαλλιά σου…
κείνο το μολυβένιο στρατιωτάκι  το φυλαγμένο…
ο κούρος που κοκκίνισε στη λέξη έλα….
η βρώμικη αναπνοή των ναυτικών μέσα στο μαγαζί της Μάρως…
το αγκάθι το στη φωνή μου αφημένο…
ζήτω
οι βρισιές που ξεστόμισα κι ο αέρας μ’ άκουγε υπομονετικά…
τα σκισμένα χαρτιά στο καλαθάκι κάτω απ’ το γραφείο…
τα συνθήματα που μουρμούρισα και δε φώναξα… 
το μεσοφόρι της πουτάνας της Γωγώς…
η μολυβένια μύτη που δραπέτευσε…
οι λέξεις που βραχνιάζουν στη σιωπή τους…
ζήτω
κείνο το μη και κείνο το όχι …
το σεντόνι που σε τύλιξε…
το περπάτημα του εργάτη στο σχόλασμα…
 η στάλα που  στεφάνωσε τα βλέφαρά σου…
ο άγγελος που έπαιζε ζάρια σε σιδεράδικο στο Πειραιά
ο ιδρώτας της θάλασσας που σε μύρισε…
ζήτω
οι γραμμές του τρένου που κείτονται πλάι του…
η πανάρχαια επιγραφή που σ’ ονομάτιζε…
το φιλί το κρεμασμένο στ’ αυτί μιας νύχτας που γέρασε…
τούτη η φλεβίτσα, να αυτή εδώ η μικρή ,  που σε ανάθρεψε…
ζήτω
το ρολόι που χτυπά μονότονα
ο λύκος πεινά και ερωτεύεται
ζήτω
τα μυστικά τα σύμβολα με λέξεις καλυμμένα   

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

το αγκίστρι



Το αγκίστρι
το βρήκα πεταμένο
 στην άκρη του δρόμου …

να χαϊδεύει
την άσπρη γραμμή του
την αδιαφορία των περαστικών…
τη σκιά του…

να σωπαίνει πεισματικά
για τα επιτεύγματά του …
για τα βάθη που ξόδεψε άσκοπα
για τους αφρούς που το στόλισαν

να αναζητά μια  βόλτα
μέσα σε ιαχές…
πάνω σε χέρια που κρατούν ξύλα ..
διπλωμένο  στις σιωπές των συνθημάτων

να μασκαρεύεται
πίσω από ξεβαμμένα βρόχινα μάτια …
ανάμεσα σε χάδια φεγγαρίσια ….
ακούγοντας  το γενέθλιο κλάμα ενός κούρου..

να αγρυπνά…
στα όνειρα μιας παρθένας..
στη βρισιά ενός μεθυσμένου
στο φως  ενός δειλινού

να γελά
με το ναι
με το ίσως
με το ποτέ

Το αγκίστρι
το βρήκα πεταμένο
στην άκρη του δρόμου …

το έβαλα σε σακουλάκι
ερμητικά κλειστό
και το παρέδωσα
στις ανακριτικές αρχές

ένιψα τα χέρια μου
μετά.


 

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

σ' ευχαριστώ

Έτσι ξαφνικά,
τράβηξες από τον ουρανό
μια στάλα βροχής
και την έριξες στη θάλασσα.

Τότε μια βάρκα κόκκινη,
αταξίδευτη
μου ‘φερε δώρο μια λέξη
που δεν ήξερα.

Γύρισα το κόσμο όλο
και ζήτησα απ’ όλους τους σοφούς,
που λιάζονταν στα ακροθαλάσσια,
να μου την εξηγήσουν .

Κι εξήγηση δε βρήκα.

Κρατώντας
κρινάκια της θάλασσας
που τ’ άφησα
θυσία στο λογισμό σου,
σε κάλεσα.

Μυστικά.
Ψελλίζοντας το δέρμα σου.
Χαϊδεύοντας την άμμο που περπάτησες.
Τραυλίζοντας τους ήχους του γέλιου σου.
Ζωγραφίζοντας τα χέρια σου
πάνω σε βράχια άγρια.
Σεμνά σκυμμένος
στον ίσκιο των βλεφάρων σου.

Κι όταν εσύ….
η των κυμάτων καβαλάρισσα…
η της βροντής απάνεμο μέρος…
η της βροχής ιππηλάτισσα…
και των αστραπών ιχνηλάτης
με πλησίασες

άλλο δεν έκανες,
παρά μια χαρακιά
μες στα μάτια μου
και μου είπες « έλα »

Κι αναγνώρισα, ο φτωχός,
στον ήχο της φωνής σου 
τη λέξη την άγνωστη
και σ’ ευχαρίστησα


αλλάζοντας το δέρμα μου
με τη φορεσιά σου,
πλένοντας τα ακροδάχτυλά μου
στο χαμόγελό σου,
ανταλλάσοντας
τους χτύπους της καρδιάς μου
με τον ήχο των βημάτων σου,
αφήνοντας τα λόγια μου
πίσω από τις  μικρές σου λέξεις.

Έγινα μια φυσαλίδα
στον ωκεανό
που γέννησε
το αγκάλιασμά σου.

Σ’ ευχαριστώ…







                        
 

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

αντάλλαγμα

Ο άνεμος δίψασε
πάνω στη χέρσα γη της νύχτας.

Ο στρατιώτης που τον πλησίασε
δε κρατούσε σφουγγάρι με ξύδι.

Κρατούσε μόνο
μια φωτογραφία ενός παιδιού
να κοιμάται στην αγκαλιά της μάνας του.

Ο άνεμος την άρπαξε από τα χέρια του
και την έφερε κοντά μου
ζητώντας μου, για αντάλλαγμα, νερό

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

...η αιτία ..

Όχι.
Δε μπορούσε να πιεί ούτε μια στάλα
βροχής.
Να βρέχεται μόνο του άρεσε.
Κα να τσαλαβουτάει
στα νερά που γέμιζαν
τις λακκούβες του δρόμου.
Προχωρούσε
με τα χέρια
στις τσέπες του παλτού του.
Ντρεπόταν να τα ανοίξει και να υποδεχθεί
τη βροχή.

Στα φανάρια συνάντησε τον Οσίμ.
Κάποτε του είχε μιλήσει
για τη σκόνη στο μακρινό χωριό του.
Βρεχόταν και κείνος .
Σα να ήθελε να ξεπλύνει τη σκόνη.
«Ωραία είναι» του είπε
με αφγανική προφορά.
Του χαμογέλασε βάζοντας του ένα κέρμα
στη παλάμη.

Συνέχισε.
Στον τηλεφωνικό θάλαμο
ένας χειρονομούσε
ασυγκράτητα.
Και η λάμπα του δρόμου τρεμόπαιζε.
Και τα αυτοκίνητα κυλούσαν αργά.
Και οι δρόμοι δίχως ανθρώπους.
Και η βροχή  της λεωφόρου κίτρινη.
Και ο σκοπός του τμήματος
προφυλαγμένος στη σκοπιά του.
« Ο αξιωματικός υπηρεσίας κάτω δεξιά, κύριε»

« Θέλω να δηλώσω ότι πριν από μία ώρα αυτοκτόνησα»
Είπε. Όσο καθαρά μπορούσε.
Ο αξιωματικός μιλούσε μάλλον με γυναίκα.
«Δε φταίει κανείς, κύριε αρχιφύλακα»
Ο αξιωματικός μιλούσε με πονηρό χαμόγελο στα χείλη του.
«Είναι οι στάλες της βροχής η αιτία»
Ο αξιωματικός χτυπούσε αδιάφορα ένα μολύβι 
πάνω σε κάτι απλωμένα χαρτιά.
« Που δε χωράνε μέσα μου ».

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

τα πρόσωπα

Tων αστεριών το φως
άδικα περιπλανιέται
στα πρόσωπα των εργατών.

Πολλές οι ρωγμές πανω τους
καμιά κρύπτη
για τις λέξεις αμέριμνων ποιητών,
που συνουσιάζονται άσκοπα
με ήχους από κυματοφορούσα θάλασσα.

Στο τέλος
μένει μόνο του
το σταματημένο ρολόι του σταθμού
να αλυχτά τη θλίψη του ....

4/1/2012...περιμένοντας το λεωφορείο...που αργούσε...